Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

είμαι πνιγμένος στα

  • 1 χρέος

    τό
    1) долг (денежный); задолженность;

    δημόσια χρέος — государственный долг;

    κάνω χρέη — делать долги;

    μπαίνω στα χρέη — влезать в долги;

    εξοφλώ ( — или βγάζω) τα χρέη μου — гасить, уплачивать долги;

    είμαι πνιγμένος στα χρέη — запутаться в долгах; — быть по уши в долгих;

    2) долг, обязанность;

    έχω χρέος να... — я должен (что-л, сделать);

    κάνω το χρέος μου — исполнять свой долг;

    θεωρώ χρέος μου — считать своим долгом;

    3) πλ. обязанности;

    υπηρεσιακά χρέη — служебные обязанности;

    εκτελώ χρέη δημάρχου — исполнить обязанности мэра;

    αναλαμβάνω τα χρέη μου — приступать к своим обязанностям;

    § χρέος τιμής — долг чести (в карточной игре, погашаемый в течение 24-х часов);

    τό κοινό χρέος — смерть;

    χρέος μου — не за что (ответ на благодарность);

    όποιος αγαπά τα χρέη, έχει σύντροφο το ψέμα — посл, кто долги любит, тот с ложью дружит

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > χρέος

См. также в других словарях:

  • καταχρεώνω — [κατάχρεος] 1. επιβαρύνω κάποιον με πολλά χρέη, τόν χρεώνω βαριά 2. μέσ. καταχρεώνομαι είμαι πνιγμένος στα χρέη, χρωστώ πολλά, είμαι καταχρεωμένος …   Dictionary of Greek

  • πνίγω — ΝΜΑ 1. θανατώνω εμποδίζοντας την αναπνοή, με βύθιση στο νερό ή στραγγαλισμό ή εισπνοή δηλητηριωδών αερίων 2. (σχετικά με άγρια βότανα ή θάμνους) περιτυλίγομαι γύρω από ένα φυτό σφίγγοντάς το, με αποτέλεσμα να μαραθεί (α. «τα αγριάγκαθα έπνιξαν… …   Dictionary of Greek

  • πιάνω — ΝΜ 1. παίρνω κάτι με το χέρι και τό κρατώ, κρατώ, κατέχω, βαστώ (α. «να γιατρευτεί το χέρι μου, να πιάσω το σπαθί μου», δημ. τραγούδι β. «ὅταν τὴν πέρδικα ἰδεῑ, σκύπτει καὶ τὴν πιάνει», Διγ. Ακρ.) 2. μτφ. (για ασθένειες, ψυχικές καταστάσεις)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»